- πιμελία
- (pimelia). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των πιμελιδών, που αριθμεί 60 περίπου είδη σκαθαριών (κανθάρων). Από τα ευρωπαϊκά είδη το αξιολογότερο είναι η π. η δίστικτη, που έχει χρώμα μελανό και δυο λευκά στίγματα στην επάνω επιφάνεια του θώρακα.
Το αξιολογότερο από τα 60 περίπου είδη πιμελίας είναι η πιμελία η δίστικτη.
* * *η, Νκολεόπτερο νυκτόβιο έντομο.
Dictionary of Greek. 2013.